εκτυπωτικός

εκτυπωτικός
ἐκτυπωτικός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που γίνεται με εκτύπωση, αυτός που σχηματίζεται ανάγλυφα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυπωτικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην τύπωση, εκτυπωτικός, τυπογραφικός: Τυπωτικές εργασίες. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τυπωτικά η δαπάνη της εκτύπωσης, τα τυπογραφικά έξοδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”